μεταγένεση

μεταγένεση
Φαινόμενο εναλλαγής αγενούς και εγγενούς αναπαραγωγής, το οποίο συναντάται, κυρίως, στα κνιδόζωα (υδρόζωα και σκυφόζωα) στους κεστώδεις και σε πολλά πρωτόζωα. Ως παράδειγμα μ., αναφέρονται τα υδρόζωα: από το γονιμοποιημένο ωάριο εξέρχεται μια βλεφαριδωτή προνύμφη, η πλάνουλα, η ελεύθερη διαβίωση της οποίας μπορεί να διαρκεί από λίγες ώρες έως λίγες ημέρες, ενώ, στη συνέχεια, προσκολλάται στον βυθό της θάλασσας και αναπτύσσεται σε πολύποδα. Αυτός αναπαράγεται αγενώς με εκβλάστηση, σχηματίζοντας μια αποικία από όμοιους πολύποδες. Πάνω στους πολύποδες των αποικιών σχηματίζονται, με εκβλάστηση, άτομα, με μορφή διαφορετική από εκείνη των πολυπόδων, οι λεγόμενες μέδουσες, οι οποίες αποσπώνται από την αποικία και κολυμπούν ελεύθερα· οι μεδουσοειδείς μορφές έχουν γεννητικά όργανα και παράγουν άρρενες και θήλεις γαμέτες, οι οποίοι ενώνονται παρέχοντας εκ νέου ένα γονιμοποιημένο ωάριο. Στα σκυφόζωα, η αγενής αναπαραγωγή, από την οποία προέρχονται οι μέδουσες, πραγματοποιείται με το φαινόμενο της στροβίλωσης· το σώμα του πολύποδα, δηλαδή, χωρίζεται με περίσφιξη σε εγκάρσια τμήματα, τα οποία απελευθερώνονται και μεταμορφώνονται στο προνυμφικό στάδιο της μέδουσας, που ονομάζεται εφύρα. Η εφύρα αναπτύσσεται σε ώριμη μέδουσα, μέσα σε διάστημα που κυμαίνεται από μήνες έως και δύο χρόνια. Η μ. δεν πρέπει να συγχέεται με την ετερογαμία, η οποία αποτελεί μορφή εγγενούς αναπαραγωγής, όπου, όμως, οι αμφιγονικές γενεές, αυτές δηλαδή που προέρχονται από την ένωση δύο γαμετών διαφορετικού φύλου, εναλλάσσονται με παρθενογενετικές γενεές, αυτές δηλαδή που προέρχονται από την εξέλιξη του μη γονιμοποιημένου ωαρίου, όπως συμβαίνει σε πολλά έντομα. Μεταγένεση σε ένα υδρόζωο του γένους συνκορίνα: από τον πολύποδα (1) σχηματίστηκε με εκβλάστηση μία μέδουσα (2), η οποία αποσπάστηκε (3) από την αποικία για να δημιουργήσει μια εγγενή γενεά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”